- μέγκενη
- και μέγγενα, η1. συσκευή μηχανουργική ή ξυλουργική που αποτελείται από δύο σιαγόνες, από τις οποίες η μία είναι κινητή με σύστημα ατέρμονα κοχλία, και που χρησιμεύει για να συσφίγγει και να συγκρατεί ένα αντικείμενο στην επιθυμητή θέση κατά τη διάρκεια τής κατεργασίας, αλλ. συνδήκτωρ2. όργανο βασανισμού με σύσφιγξη τής κεφαλής για την απόσπαση ομολογιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. maquina].
Dictionary of Greek. 2013.